- παραβλάπτω
- παραβλάπτω,A damage incidentally, X.Eph.4.2, Gal.UP13.3 ([voice] Pass.), al., Eun.Hist.p.246 D.;
φρένες -βεβλαμμέναι EM322.23
.2 help to damage, Vett.Val.56.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρένες -βεβλαμμέναι EM322.23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραβλάπτω — παραβλάπτω, παρέβλαψα βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραβλάπτω — ΝΜΑ νεοελλ. επιφέρω βλάβη, ζημιώνω αρχ. 1. (ενεργ. και μέσ.) βλάπτω με έμμεσο τρόπο 2. συντελώ στο να επέλθει βλάβη 3. εμποδίζω, κωλύω … Dictionary of Greek
παραβλάπτω — παράβλαψα, παραβλάφτηκα, παραβλαμμένος, βλάφτω πάρα πολύ, κάνω ζημιά μεγάλη: Η δημιουργία δημόσιων σχολείων παραβλάπτει τα συμφέροντα της ιδιωτικής εκπαίδευσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παράβλαψις — ἡ, Α [παραβλάπτω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραβλάπτω, ζημιά, βλάβη … Dictionary of Greek
βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… … Dictionary of Greek
ζημιώνω — και ζημιώ (AM ζημιῶ, όω, Μ και ζημιώνω) [ζημία] 1. προξενώ σε κάποιον ζημιά, απώλεια, βλάβη, βλάπτω, παραβλάπτω (α. «μέ ζήμιωσες με αυτά που έκανες» β. μηδὲν ἢ μηδένα ζημιοῑ», Πλάτ.) νεοελλ. 1. παθαίνω ζημιά («ζήμιωσα από την επιχείρηση») 2.… … Dictionary of Greek
παραδηλώ — (I) έω, Μ παραβλάπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + δηλῶ / δηλοῦμαι «πληγώνω, καταστρέφω»]. (II) όω, ΜΑ μσν. προαναγγέλλω, προλέγω αρχ. 1. δεικνύω, αποδεικνύω, καταδεικνύω, αποκαλύπτω, φανερώνω: i) με άμεσο τρόπο ii) με ψευδή προσχήματα, ψευδείς… … Dictionary of Greek
πηρώ — Κόρη του Νηλέα της Πύλου. Ήταν αφάνταστα όμορφη και την ερωτεύθηκε ο Βίας, αδελφός του μάντη Μελάμποδα. Ο Νηλέας όμως, για να του δώσει την κόρη του, ζήτησε να του φέρει πρώτα το κοπάδι του Ιφίκλου, πράγμα που κατόρθωσε να κάνει ο Μελάμπους,… … Dictionary of Greek
παραβλαμμένος — η, ο ο υπερβολικά αρρωστημένος στο μυαλό, ο ανισόρροπος, βλ. παραβλάπτω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)